- χητοσυνη
- χητοσύνη(ῠ) ἥ покинутость, одиночество Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χητοσύνη — ἡ, Α 1. στέρηση, ένδεια 2. απομόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν τής ρίζας *ghē και κατάλ. σύνη*] … Dictionary of Greek
χητοσύνην — χητοσύνη desolation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)